- μεριστῶς
- μεριστόςdividedadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεριστός — ή, ό (ΑM μεριστός, ή, όν) [μερίζω] 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί 2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.) αρχ. φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» η επιμέρους… … Dictionary of Greek
ԲԱԺԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 421 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c մ. μεριστῶς dividendo, ex parte, separatim Բաժանմամբ, մասն մասն. մասնաբար. եւ Անջատմամբ. ուրոյն ուրոյն. բաժնըւելով, բաժին բաժին, զատ զատ. *Ոչ բաժանաբար կամ հոսմամբ ծնաւ Աստուած… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)